- ἀρτιθανής
- ἀρτι-θᾰνής, ές,A just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] … Dictionary of Greek
ἀρτιθανής — just dead masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιθανῆ — ἀρτιθανής just dead neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιθανής just dead masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιθανής just dead masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιθανεῖ — ἀρτιθανής just dead masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιθανής just dead masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιθανές — ἀρτιθανής just dead masc/fem voc sg ἀρτιθανής just dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
βιοθανής — βιοθανής, ές (Μ) 1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο 2. εκείνος που αυτοκτόνησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία + θανής < (θ) θαν έθανον, αόρ. β του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek